φορολογήσιμος

φορολογήσιμος
η , ο [ος , ον ], φορολογητέος, α, ο подлежащий .налогообложению

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φορολογήσιμος" в других словарях:

  • φορολογήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί ή που πρέπει να φορολογηθεί («φορολογήσιμοι ίπποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορολογώ + κατάλ. ή σιμος (πρβλ. καλλιεργ ή σιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Σούτζο] …   Dictionary of Greek

  • φορολογήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να φορολογηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»